- ξενάρης
- ο, θηλ. ξενάρισσαεκκλ. μοναχός ξεναγός σε μοναστήρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ξενάρης — masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξενάρη — Ξενάρης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξενάρην — Ξενάρης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… … Dictionary of Greek